φυγαδεύει

φυγαδεύει
φυγαδεύω
banish
pres ind mp 2nd sg
φυγαδεύω
banish
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… …   Dictionary of Greek

  • φυγαδευτικός — ή, όν, ΜΑ [φυγαδεύω] 1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”